ρεπανάκι

ρεπανάκι
το редиска

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ρεπανάκι" в других словарях:

  • ρεπανάκι — και ραπανάκι, το, Ν [ρεπάνι / ραπάνι] 1. (υποκορ. τ.) το ρεπάνι 2. φρ. «πετάχθηκε σαν το ρεπανάκι» φέρθηκε με προπέτεια, πετάχθηκε να μιλήσει άκαιρα 3. παροιμ. φρ. «ψωμί δεν έχουμε να φάμε, ρεπανάκια για την όρεξη» λέγεται για κάποιον που έχει… …   Dictionary of Greek

  • ραπανάκι — το, Ν βλ. ρεπανάκι …   Dictionary of Greek

  • ραφάνιον — τὸ, Α [ῥάφανος] μικρή ραφανίδα, ρεπανάκι …   Dictionary of Greek

  • ραφανίδιον — τὸ, Α [ῥαφανίς, ίδος] μικρή ῥαφανίδα, μικρό ρεπανάκι …   Dictionary of Greek

  • ρεπάνι — και ραπάνι, το / ῥαπάνιον, ΝΜΑ, και ῥεπάνιν Μ βοτ. κοινή, σήμερα, ονομασία τού μονοετούς ή διετούς φυτού Raphanus sativus τού γένους ράφανος, τής οικογένειας βρασσικίδες, το οποίο καλλιεργείται για τη σαρκώδη εδώδιμη ρίζα του, αλλ. ρεπανάκι.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»